- πρασιώ
- -όω, Α [πρασιά]πρασιάζω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρασίῳ — πράσιον horehound neut dat sg πράσιος vomitus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμφέρω — Α [εμφέρω] 1. είμαι λίγο ή κάπως όμοιος («ἄλυσσος βοτάνη τῷ πρασίῳ παρεμφέρουσα», Ασκληπιάδ. Ν.) 2. παθ. παρεμφέρομαι εισάγομαι κάπου επί πλέον 3. παθ. κυμαίνομαι επίσης κι εγώ («τὰ παρεμφερόμενα ἐν τῷ χύματι», Γαλ.) … Dictionary of Greek